experiential

Προφορά της λέξης:  US [ɪkˌspɪriˈenʃ(ə)l] UK [ɪkˌspɪəriˈenʃ(ə)l]
  • adj.Εμπειρία? Από την εμπειρία
  • WebΕμπειρία? Εμπειρία? Βιωματική λειτουργία
adj.
1.
που αφορούν ή βασίζονται σε εμπειρία
adj.