- adj.Στη θεωρία; Θεωρητικά είναι δυνατόν· Παραδοχές
- WebΗ θεωρία? Θεωρητική χημεία? Θεωρητική
adj. | 1. με βάση τις θεωρίες ή ιδέες αντί στην πρακτική εμπειρία? που αφορούν θεωρίες ή ιδέες? θεωρητική φυσική και χημεία ασχολείται με θεωρίες και υπολογισμών και όχι πειράματα2. με βάση τις ιδέες, και δεν πραγματική ή σημαντικό |
adv.theoretically
Variant_forms_oftheoretic
- No ready solution is availablesnot even a..theoretical formulation which disregards all practical difficulties.
Πηγή: J. W. Krutch - The Greek genius for theoretical and abstract mathematics.
Πηγή: M. Kline
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: theoretical
-
Βασίζεται σε theoretical, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
a - atheoretical
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το theoretical, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με theoretical, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν theoretical ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με theoretical
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : t th the h he e or ore r re ret e et etic t ti tic tical ic ica a al
- Βασίζεται σε theoretical, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: th he eo or re et ti ic ca al
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με theoretical από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με theoretical :
theoretical theoretically -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν theoretical :
theoretical theoretically -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με theoretical :
theoretical