expatiates

Προφορά της λέξης:  US [ekˈspeɪʃiˌeɪt] UK [ekˈspeɪʃieɪt]
  • v.Λεπτομέρεια? Περιαγωγή
  • WebΛεπτομέρεια? Εκπόνηση? Με τα πόδια
v.
1.
να μιλήσουμε ή να γράψει πολλά ή με μεγάλη λεπτομέρεια για κάτι
  • Winter-flies..crawl out..to expatiate in the sun.
    Πηγή: J. R. Lowell