- adj.Κρίσιμη, (ζουν), σκληρή και απαιτητική
- WebΈκτακτης ανάγκης ή επείγουσες ανάγκες να αναλάβει άμεση δράση
adj. | 1. που χρειάζονται άμεση δράση2. βαρύ αξιώσεις σε κάποιον |
-
Αγγλική λέξη exigent δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε exigent, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
l - telexing
r - exerting
-
Όλα μικρότερη αγγλικές λέξεις εντός exigent :
en eng et ex exine exit gee gen gene genet genie gent get gie gien gin git in it ne nee net next nit nite nix nixe tee teeing teen teg ten tenge ti tie tin tine ting tinge xi - Λίστα όλα μικρότερη αγγλικών λέξεων σε exigent.
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με exigent, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν exigent ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με exigent
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : e ex exi exigent xi ige g gen gent e en t
- Βασίζεται σε exigent, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: ex xi ig ge en nt
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με exigent από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με exigent :
exigent -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν exigent :
exigent -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με exigent :
exigent