erudite

Προφορά της λέξης:  US [ˈerəˌdaɪt] UK [ˈerʊdaɪt]
  • adj.Γνώστες?
  • n.Ατόμων με μαθησιακές
  • WebΓενικού περιεχομένου? προσηλυτισμό? γνώστες
adj.
1.
κάποιος που είναι πολυμαθής έχει πολλή γνώση, επειδή έχουν διαβάσει ή μελέτησε πολύ