knowledgeable

Προφορά της λέξης:  US [ˈnɑlɪdʒəb(ə)l] UK [ˈnɒlɪdʒəb(ə)l]
  • adj.Μάθαμε? Σοφός? Γνώστες
  • WebΓνώσεων· Γνώστες ανθρώπους
adj.
1.
γνωρίζουν πολλά για πολλά διαφορετικά θέματα ή για ένα συγκεκριμένο θέμα