illiterate

Προφορά της λέξης:  US [ɪˈlɪt(ə)rət] UK [ɪˈlɪtərət]
  • n.Αναλφαβητισμό. Άνθρωποι χωρίς γνώση
  • adj.Δεν είναι δυνατή η ανάγνωση ή η εγγραφή? Αναλφάβητοι? Αναλφαβητισμό. Γράφοντας μια παρωδία της
  • WebΈλλειψη εκπαίδευσης? Δεν ήξερα ένα? Αναλφάβητοι
adj.
1.
κάποιον που είναι αναλφάβητοι δεν μπορεί να διαβάσει ή να γράψω? συγγραφή αναλφάβητοι περιέχει πολλή γραμματική και ορθογραφικά λάθη
2.
επιµόρφωσης σε ένα συγκεκριμένο θέμα