eliminated

Προφορά της λέξης:  US [ɪˈlɪməˌnet] UK [ɪˈlɪmɪˌneɪt]
  • v.Εξάλειψη? Εξαλειφθούν· Εκρίζωση· Σαφές
  • WebΑφαιρεθεί? Αποκλείεται· Να εξαλειφθούν
ban bar close out count (out) debar exclude except freeze out rule out shut out
v.
1.
για να απαλλαγούμε από sth. που δεν ήθελε ή δεν απαιτείται
2.
να αποφασίσει ότι το sb. ή sth. δεν είναι υπεύθυνη για sth.
3.
για να καταργήσετε το sb. από διαγωνισμό ή εκλογή, συνήθως παθητική
4.
για τη δολοφονία sb. που θεωρείται ότι είναι ένα πρόβλημα