exclude

Προφορά της λέξης:  US [ɪkˈsklud] UK [ɪkˈskluːd]
  • v.Δεν περιλαμβάνουν? να μην βάλετε στο τραπέζι, πρόληψη... Πρόσβαση σε μπλοκαρισμένες... Να συμμετέχουν σε
  • WebΓυρίσματα? έχει αποκλειστικό χαρακτήρα· ... Εξαιρούνται
ban bar close out count (out) debar eliminate except freeze out rule out shut out
v.
1.
να σκόπιμα δεν συμπεριλάβει κάτι
2.
για την πρόληψη εσκεμμένα κάποιον ή κάτι, από το να συμμετέχουν σε μια δραστηριότητα ή από την είσοδο ένα τόπο? να κάνει κάποιος αισθάνεται ότι δεν ανήκουν στην ομάδα σας? να αποβάλει ή να αναστείλει ένα παιδί από το σχολείο
3.
να αποφασίσει ότι κάτι δεν είναι δυνατή ή άξια