eliminative

Προφορά της λέξης:  US [ɪ'lɪmɪneɪtɪv] UK [ɪ'lɪmɪneɪtɪv]
  • adj.Λήξης του καθεστώτος· Δεν έχει ληφθεί υπόψη. Δεν θα γίνουν δεκτές? Παραλείψετε
  • WebΑπέκκριση
ban bar close out count (out) debar exclude except freeze out rule out shut out