digraph

Προφορά της λέξης:  US [-græf] UK ['daɪgrɑ:f]
  • n.Συνθετικά χαρακτήρες (δύο παρακείμενων επιστολές εκφράζοντας ένα ενιαίο φώνημα)
  • WebΔίγραμμο? τύπου· δίγραμμο
n.
1.
ένα ζευγάρι των επιστολών που αντιπροσωπεύει μια ενιαία ομιλία ήχου, π.χ. "ng" στο "δαχτυλίδι" ή "ch" στα "παιδί"
n.
1.
a pair of letters that represents a single speech sound, e. g. " ng" in " ring" or " ch" in " child"