defray

Προφορά της λέξης:  US [dɪˈfreɪ] UK [dɪ'freɪ]
  • v.Πληρωμένη (ξοδέψουμε χρήματα)
  • WebΠληρωμή δαπανών που καταβλήθηκε
v.
1.
να προσφέρουν χρήματα για να πληρώσει για κάτι