pos

Προφορά της λέξης:  US [ˌpiːoʊˈɛs] UK [pi:əues]
  • abbr.(= Σημείο πώλησης) σημείο πώλησης
  • WebΣημείο πώλησης (σημείο πώλησης) · Σημείο της πώληση τερματικών σταθμών, Στο σημείο πώλησης
abbr.
1.
(= σημείο πώλησης)
2.
[Γραμματική] (= το μέρος του λόγου)
abbr.
1.
(= point of sale) 
2.
[Grammar] (= part of speech)