commode

Προφορά της λέξης:  US [kəˈmoʊd] UK [kəˈməʊd]
  • n.Καθίσματα τύπου ΚΟΜΌ? συρτάρια
  • WebΤουαλέτα? ΚΟΜΟΔΊΝΟ? ντουλάπα
n.
1.
ένα κάθισμα με ένα δοχείο κάτω από αυτό, χρησιμοποιείται ως τουαλέτα? μια τουαλέτα? ένα κομμάτι των επίπλων που αποτελείται από ένα σύνολο συρταριών