comical

Προφορά της λέξης:  US [ˈkɑmɪk(ə)l] UK [ˈkɒmɪk(ə)l]
  • adj.Αστείο
  • WebΔιασκεδαστικό? κωμική και αστεία φωνή
adj.
1.
κάτι που είναι κωμικό σας κάνει να γελάσω γιατί είναι τόσο παράξενο ή ανόητο