- v., (...) Αγώνα (με; κατά), και (...) Αγώνα
- n.Αγώνα, αγώνα? ομορφιά διαμάχη του ανταγωνισμού
- WebΚαταπολέμηση? αντιπαράθεση με... Μάχη
n. | 1. καταπολέμηση της κατά τη διάρκεια ενός πολέμου? έναν αγώνα, ειδικά ένα οργανωμένο αγώνα, μεταξύ δύο ανθρώπων? σχετικά με την καταπολέμηση σε έναν πόλεμο? χρησιμοποιείται για ρούχα που φοριούνται στο στρατιωτικό, ειδικά σε μια μάχη2. μια προσπάθεια να σταματήσει κάτι κακό ή να λύσει ένα δύσκολο πρόβλημα |
v. | 1. να κάνουμε κάτι για να προσπαθήσει να σταματήσει κάτι κακό από το να συμβεί ή μια κακή κατάσταση από το να γίνει χειρότερα2. να αγώνα ένα εχθρό ή αντίπαλό |
- Is courage only a combat against fear and pain?
Πηγή: B. Jowett - Her life passed in combat with an incompetent world.
Πηγή: H. Wouk - These officers were professional soldiers. Most of them had combat experience.
Πηγή: attrib. - Details of the types of offences involved and methods being used to combat them.
Πηγή: A. Hailey
-
Αγγλική λέξη combated δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε combated, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
t - combatted
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το combated, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με combated, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν combated ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με combated
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : comb combat combated om m b ba bat bate bated a at ate t ted e ed
- Βασίζεται σε combated, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: co om mb ba at te ed
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με combated από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με combated :
combated -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν combated :
combated -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με combated :
combated