methods

Προφορά της λέξης:  US [ˈmeθəd] UK ['meθəd]
  • n.Τεχνική? Τάξης· (Σκέψη, ομιλία) μέθοδο· Ταξινόμηση «Υγεία»
  • WebΕρευνητικές μεθόδους. Τρόπο· Τύπος χρήστη
n.
1.
ένας τρόπος για να κάνει κάτι, ειδικά προγραμματισμένη ή διαπιστωμένη τρόπον