cinder

Προφορά της λέξης:  US [ˈsɪndər] UK [ˈsɪndə(r)]
  • n.Τέφρα, κάρβουνα
  • WebΣκωρίες και σκουριές και σκουριές
n.
1.
ένα μικρό κομμάτι του κάτι που έχει καεί σχεδόν τελείως? τα κομμάτια καμένων αφεθεί μετά από μια πυρκαγιά έχει τάπα καιόμενος