botch

Προφορά της λέξης:  US [bɑtʃ] UK [bɒtʃ]
  • n.Κακότεχνη δουλειά? τραχύ μπάλωμα, πληγές (Βρετανός), Furuncle (ιατρική) (στο δέρμα)
  • v.Καθορίσει? αδέξια διάλειμμα? ... Χάος
  • WebΕργασίας φτωχών εργαζόμενων· Botcher? αποβλήτων
blow bobble boggle bollix (up) boot bugger (up) bumble bungle butcher dub flub fluff foozle foul up fumble goof (up) louse up mangle mess (up) muck up muff murder screw up
n.
1.
μια εργασία ή η εργασία που έχει γίνει πολύ άσχημα
v.
1.
να κάνει κάτι πολύ άσχημα από αδεξιότητα ή έλλειψη φροντίδας