amassed

Προφορά της λέξης:  US [əˈmæs] UK [ə'mæs]
  • v.Συσσωρευμένη συλλογή? συλλογές
  • WebΗ συσσώρευση της συλλογής
v.
1.
να συλλέξει πολλά κάτι όπως χρήματα ή πληροφορίες για μια χρονική περίοδο