massed

Προφορά της λέξης:  US [mæst] UK [mæst]
  • v."Μάζα", αόριστο και την μετοχή αορίστου
  • WebΣυγκέντρωση συσσώρευση? συγκεντρώνω
adj.
1.
που αποτελούν μια μεγάλη ομάδα
v.
1.
Το Παρελθοντικός χρόνος και η μετοχή της μάζας
adj.
v.