dissipate

Προφορά της λέξης:  US [ˈdɪsɪˌpeɪt] UK [ˈdɪsɪpeɪt]
  • v.Εξαφανιστούν? Διαλύσει? Αποβλήτων
  • WebΔιάχυση? Απόβλητα· Διάχυση
v.
1.
να εξαφανιστεί σταδιακά με το να γίνει λιγότερο ισχυρό, ή να κάνετε κάτι κάνετε αυτό
2.
να χάνουμε κάτι όπως χρόνο, χρήματα ή προμήθειες με τη χρήση δεν με λογικό τρόπο