allotrope

Προφορά της λέξης:  US [-troʊp] UK ['ælətrəʊp]
  • n.Ομόκεντροι
  • WebΕπίδραση του ανισότροπου οργανισμού· Ομόκεντροι κύλινδροι? Επίδραση των διαφόρων κρυστάλλων
n.
1.
μία από τις πολλές μορφές στην οποία εμφανίζεται ένα χημικό στοιχείο, κάθε διαφέρει ως προς τις φυσικές ιδιότητες, π. χ. διαμάντια και άνθρακα ως μορφές του άνθρακα