advocated

Προφορά της λέξης:  US [ˈædvəkət] UK ['ædvəkət]
  • v.Συνήγορος? Τοῦ λόγου ἔχεσθαι. Συνήγορος? Υποστήριξη
  • n.Συνήγοροι? Δικηγόρος
  • WebΤόνισε ο συνήγορος? Υποστήριξε? Saxiqi υποστήριξε
n.
1.
κάποιος που υποστηρίζει έντονα και δημόσια κάποιος ή κάτι
2.
δικηγόρος
v.
1.
να υποστηρίξει δημοσίως μια συγκεκριμένη πολιτική ή τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων