abashed

Προφορά της λέξης:  US [əˈbæʃt] UK [ə'bæʃt]
  • adj.Ντροπή? αμηχανία? ανήσυχος
  • v.Ο αόριστος και παθητική μετοχή ρήματος μορφή abash
  • WebΑμηχανία? αγωνία, squirmed στην ντροπή
adj.
1.
αμηχανία ή ντροπή για κάτι που έχετε κάνει
v.
1.
το παρελθόν τεταμένη και τελευταία pariticiple του abash