whitens

Προφορά της λέξης:  US [ˈhwaɪt(ə)n] UK ['waɪt(ə)n]
  • v.Λευκό χλωρίνη? άσπρισαν
  • WebΛευκό? λευκό? λευκό
v.
1.
να γίνει χλωμό ή λευκό, ή να κάνει κάτι, ωχρό ή άσπρα