warrantor

  • n.Ο εγγυητής
  • WebΟ εγγυητής? Οργανισμός για την εγγύηση κεφάλαιο συντήρηση? Κόμμα εξασφάλισε
n.
1.
κάποιος που δίνει μια εγγύηση σε κάποιον άλλο