warehouseman

Προφορά της λέξης:  UK ['weəhaʊsmən]
  • n.Υπεύθυνος διαχείρισης της αποθήκης? Χονδρέμποροι
  • WebΑποθηκάριος? Αποθηκάριος? ΕΡΓΑΤΟΤΕΧΝΙΚΟ προσωπικο
n.
1.
κάποιος, ειδικά έναν άνθρωπο, ο οποίος λειτουργεί ή να κατέχει μια αποθήκη