visiting

Προφορά της λέξης:  US ['vɪzɪtɪŋ] UK ['vɪzɪtɪŋ]
  • adj.(Από ένα καθηγητή ή Λέκτορα) συμπλήρωμα
  • v."Η επίσκεψη," η μετοχή ενεστώτα
  • WebΕπίσκεψη επίσκεψη επίσκεψη
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα της επίσκεψης