vesiculated

  • adj.(Α) κυστίδια? Μικρός ΣΆΚΟΣ (-όπως)
  • WebVesiculated
v.
1.
να σχηματίσουν φουσκάλες ή κύστεις σε κάτι, ή να λάβει σχετικά με τη μορφή μια φουσκάλα ή κύστη
adj.
1.
έχοντας ή που μοιάζουν με κυψέλες ή κυστίδια