vesicular

Προφορά της λέξης:  US [və'sɪkjʊlə] UK [və'sɪkjʊlə]
  • adj.(Α) κυστίδια? Μικρός ΣΆΚΟΣ (-όπως)
  • WebΠορώδη? Φυσαλιδώδης αναπνοή? Πομφολυγώδης
adj.
1.
που μοιάζει με, έχοντας ή αποτελείται από κυστίδια
adj.