uptown

Προφορά της λέξης:  US [ˌʌpˈtaʊn] UK [ʌpˈtaʊn]
  • adj.(Ή) κατοικημένη περίγυρο· Μεσοαστική τάξη
  • adv.Αφήνοντας το κέντρο της πόλης. (Ή) τα προάστια
  • n.(Ζουν) μακριά από το κέντρο της αστικής περιοχής)
  • WebΆνω πόλη? Μεσοαστική τάξη? Προαστιακός
adv.
1.
σε ή προς τις περιοχές μιας πόλης που είναι το πλέον απομακρυσμένο από το κέντρο
adv.