uphill

Προφορά της λέξης:  US [ˈʌphɪl] UK ['ʌphɪl]
  • adj.Ανηφόρα? Η μακρά και δύσκολη
  • adv.Μέχρι το λόφο? Προς την κατεύθυνση ανηφόρα
  • n.Ανοδική κλίση
  • WebΑύξουσα? Άνοδο; Βουνό
adj.
1.
προς την κορυφή του μια κλίση ή ένα λόφο
2.
δύσκολο να κάνει ή για την επίτευξη
adj.
1.
toward the top of a slope or a hill