unwarrantable

Προφορά της λέξης:  US [ʌn'wɒrəntəbəl] UK [ʌn'wɒrəntəbl]
  • adj.Δύσκολο να εξασφαλιστεί? Δεν μπορεί να αναγνωριστεί? Επιτρέπεται? Σε θέση να υπερασπιστεί
  • WebΔεν μπορεί να εγγυηθεί? Δεν επιτρέπουν
adj.
1.
ανίκανος να δικαιολογούνται ή να συγχωρούνται
adj.