unsaved

Προφορά της λέξης:  US [ʌnˈseɪvd] UK [ʌn'seɪvd]
  • adj.(Με τη θρησκευτική έννοια) δεν έχουν εξαγοραστεί? Δεν αποθηκεύτηκε "Πρόγραμμα"
  • WebΜη αποθηκευμένο πρόσωπο? Δεν αποθηκεύεται? Δεν έχει αποθηκευτεί
adj.
1.
δεν αποθηκεύονται, ακόμα σε κίνδυνο
2.
[Υπολογιστή] δεν αποθηκεύονται
adj.
2.
[Computer] not saved