unexampled

  • adj.Ποτέ δεν έχει δει? Εξαίρεση
  • WebΆνευ προηγουμένου? Απαράμιλλη? Ούτε υπάρχει προηγούμενο
adj.
1.
έχει καμία παρόμοια περίπτωση ή περιστατικό