unsurpassed

Προφορά της λέξης:  US [ˌʌnsərˈpæst] UK [ˌʌnsə(r)ˈpɑːst]
  • adj.Ασύγκριτη? Sublime? Εξαιρετική
  • WebΑξεπέραστη? Πολύ αξιόλογο? Απαράμιλλη
adj.
1.
καλύτερα από ό, τι ή όλοι οι άλλοι με έναν ιδιαίτερο τρόπο