undeviating

Προφορά της λέξης:  UK [ʌn'diːvɪeɪtɪŋ]
  • adj.Έχει εγκαταλείψει το δρόμο του
  • WebΔεν αποκλίνουν από τη σωστή πορεία? Για να μην χάσουν? Επιχείρηση
adj.
1.
δεν στροφή ή αλλαγή, ειδικά παραμένουν σταθερές ή αλήθεια κάποιος ή κάτι τέτοιο