unconditional

Προφορά της λέξης:  US [ˌʌnkənˈdɪʃən(ə)l] UK [ˌʌnkənˈdɪʃ(ə)nəl]
  • adj.Άνευ όρων. Απεριόριστη? Απόλυτη
  • WebΧωρίς επιφύλαξη? Υπό όρους και άνευ όρων. Μη-υπό όρους
adj.
1.
χωρίς περιορισμούς ή όρους