tumbril

Προφορά της λέξης:  US ['tʌmbrəl] UK ['tʌmbrəl]
  • n.(Γαλλία συνοδεία κρατουμένων στο ικρίωμα, κατά την επανάσταση) στην πτέρυγα των μελλοθανάτων
  • WebΠυρομαχικών δύο τροχούς καλάθι tumbril καλάθι λίπασμα