tromping

  • na.(=
  • WebTromp? Laum? Άτακτη φυγή
v.
1.
να νικήσει κάποιος εντελώς ή να νικήσει κάποιος σωματικά
2.
να αγύρτης ή να περπατήσει με ένα βαρύ πέλμα
3.
να σφραγίδα ή να εφαρμόσει έντονες πιέσεις με τα πόδια