trass

Προφορά της λέξης:  US [træs] UK [træs]
  • n."" Ηφαιστειογενές έδαφος? trass
  • WebΗφαιστειακής τέφρας και κίσσηρης ηφαιστειακή τέφρα και ελαφρόπετρα τέφρας
n.
1.
Ένα ανοιχτόχρωμο ηφαιστειακό πέτρωμα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή τσιμέντου και κονιαμάτων
n.