- v.Επιθετικότητα? Αποστολής (όριο)? Παραβιάζονται (ο νόμος)? Διασυνοριακές
- WebΞεπερνώντας τα σύνορα
v. | 1. να κάνει κάτι που δεν επιτρέπεται από ένα νόμο, έθιμο ή θρησκεία |
adj.transgressible
adv.transgressively
pt.transgressed
pp.transgressed
ppr.transgressing
3sg.transgresses
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: transgressing
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το transgressing, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με transgressing, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν transgressing ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με transgressing
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : t trans r ran a an s g gre r re res e es ess s s si sin sing in g
- Βασίζεται σε transgressing, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: tr ra an ns sg gr re es ss si in ng
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με transgressing από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με transgressing :
transgressing -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν transgressing :
transgressing -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με transgressing :
transgressing