trammels

Προφορά της λέξης:  US [ˈtræm(ə)l] UK ['træm(ə)l]
  • n.Μανωμένα δουλεία? ένα αγκύλιο, (αλιεία, ψάρια, κλπ), πρόστιμο-ματιών
  • v.Δουλεία
  • WebEllipsograph? δεσμά? Στο σπίτι
v.
1.
να αναγκάσει κάποιον να κάνει κάτι χωρίς αυτά καμία επιλογή