impediment

Προφορά της λέξης:  US [ɪmˈpedɪmənt] UK [ɪm'pedɪmənt]
  • n.Φραγμούς· Αντίσταση? Εμποδίζουν? Τραύλισμα
  • WebΕμπόδια· Σταματήσει? Εμπόδια στην ανάπτυξη
n.
1.
Ίδιο με το impedimenta
2.
κάτι που καθιστά πιο δύσκολο για κάποιον να κάνει κάτι ή πιο δύσκολο να συμβεί κάτι
3.
μια φυσική ή ψυχολογική πρόβλημα που επηρεάζει το πόσο καλά κάποιος μπορεί να κάνει κάτι