traipsed

Προφορά της λέξης:  US [treɪps] UK [treɪps]
  • n.Κόμμα με "trapes"
  • WebΠεριπλανηθείτε το ψωμί? τα κουρασμένα πόδια
ambulate foot (it) hoof (it) leg (it) pad step walk tread
n.
1.
< περιφερειακών, προφορικός > ίδια ως trapes
v.
1.
να περπατήσει γύρω αργά και χωρίς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
2.
να ταξιδέψουν σε μια θέση που είναι σε μεγάλη απόσταση από όπου και αν βρίσκεστε, ειδικά για την ευχαρίστηση