theatergoing

  • na.Το θέατρο
  • WebΒλέποντας την όπερα? Δράμα
n.
1.
η πρακτική της μετάβασης στο θέατρο, ειδικά τακτικά
adj.
1.
τακτική παρακολούθηση των μαθημάτων στο θέατρο, ειδικά