theatergoer

Προφορά της λέξης:  US [ˈθiətərˌɡoʊr] UK [ˈθɪətə(r)ˌɡəʊə(r)]
  • na.Κανονικό (ή έρωτες) οι άνθρωποι του θεάτρου
  • WebΑνεμιστήρες? Οι άνθρωποι που αγαπούν το θέατρο
n.
1.
κάποιος που πηγαίνει τακτικά στο θέατρο