teasing

Προφορά της λέξης:  US [ˈtiːzɪŋ] UK [tiːz]
  • n.Κάνει πλάκα? τρέιλερ
  • v.Η μετοχή ενεστώτα της πειράζω
  • WebΠειράζω? χλεύασαν? πειράγματα
n.
1.
η πράξη της εμπαιγμός του sb. ή την πραγματοποίηση sb. νομίζετε ότι είστε πρόθυμοι να έχουν σεξουαλικές σχέσεις μαζί τους, όταν δεν είστε
v.
1.
η μετοχή ενεστώτα της πειράζω