tasks

Προφορά της λέξης:  US [tæsk] UK [tɑːsk]
  • n.Εργασία. σκληρή δουλειά? τους φόρους
  • v.Έκανε να κάνει σκληρή εργασία? εργασία. απόβλητα φόρου
  • WebΕργασία· εργασίες εργασίας
n.
1.
κάτι που έχετε να κάνετε συχνά κάτι που είναι δύσκολο ή δυσάρεστες
v.
1.
να δώσει κάποιος μια ιδιαίτερη ευθύνη